Πέμπτη 19 Νοεμβρίου 2009

Ελληνικά 5ης Δημοτικού

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ – ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΨΥΧΙΚΟΥ

ΚΟΛΛΕΓΙΟ ΑΘΗΝΩΝ
ΔΗΜΟΤΙΚΟ


Κάντζα, 19 Νοεμβρίου 2009



ΕΡΓΑΣΙΕΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ 5ης


ΕΝΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΟΠΩΣ ΤΟ ΠΑΡΕΙΣ

Δύο σπουργίτια ανταμώνουν σε μια βεράντα και ψάχνοντας στο κατάξερο μωσαϊκό να βρουν κάτι να φάνε, κουβεντιάζουν:
- Τι γίνεται, φίλε, βρήκες τίποτα;
Τίποτα! Άλλοτε κάθε πρωί όλο και κάτι έβρισκα! Φαίνεται ότι τα βράδια τρώγανε στη βεράντα και πέφτανε ψίχουλα, κανένα κεράσι, κανένα μακαρόνι … Τώρα θα τρώνε κι αυτοί κάθε βράδυ έξω και δε βρίσκεις έλεος!…
- Έχει τουλάχιστον πουθενά νεράκι, να πιει κανείς;
- Να, ορίστε, τα πιάτα, που είναι μέσα οι γλάστρες, είναι γεμάτα νερό, ποτίσανε, αλλά νερό είν’ αυτό; Βρωμάει και πικρίζει! Ρίξανε λίπασμα στις γλάστρες οι κύριοι, για να φουντώσουν οι πρασινάδες και σκασίλα τους αν μας αφήσουνε χωρίς πόσιμο νερό.
- Λοιπόν, φίλε, ξέρεις τι έχω προσέξει; Ότι όσο οι άνθρωποι φτιάχνουν τη ζωή τους, χαλάν τη δική μας!
- Τώρα το κατάλαβες;
- Ναι, αλλά πού θα πάει αυτή η κατάσταση; Τσιμεντοποίησαν όλο τον τόπο, κόβουν τα δέντρα, κήπους δεν κάνουνε, εμείς πού διάβολο θα ζήσουμε; Δικός τους είναι ο κόσμος και τον κάνουν ό,τι θένε κι όπως θένε;
- Το δίκαιο του ισχυρότερου!
- Δεν είναι δίκαιο αυτό, αυτό είναι άδικο. Φίλε, αντιμετωπίζουμε πρόβλημα γενοκτονίας, δεν πρόκειται να μείνει σπουργίτης ούτε για δείγμα και να μου το θυμηθείς! Το φαΐ σπανίζει, το νερό το ίδιο κι αν το βρεις, θα ‘ναι με φάρμακα μέσα, όπως αυτό εδώ πέρα ή σε λακκούβα δρόμου και θα μυρίζει βενζίνα και λάδια αυτοκινήτου! Ξέρεις πόσον καιρό έχω να δω ένα νόστιμο σκουλήκι, μια κάμπια; Μήνες! Προχθές στο Άλσος φάνηκε ένα σκουλήκι, και πέσαμε πάνω εκατό πειναλέοι! Μάλιστα! Και να σκεφτείς ότι άλλοτε ήταν γεμάτος ο τόπος!
- Ναι, αλλά, βλέπεις άλλοτε υπήρχαν αυλές, πολλές αυλές, υπήρχε χώμα, η γη δεν ήταν όλη σκεπασμένη με άσφαλτο και τσιμέντο! Επιπλέον δεν υπήρχε η μόλυνση! Τώρα με τ’ απορρυπαντικά τους και τα συνθετικά τους και τα χημικά τους το χώμα είναι ψόφιο, δε γεννά ζούδια, μαμούδια, όπως πριν…
- Άρα συμφωνείς μαζί μου, ότι τα πουλιά σ’ αυτή την πόλη είμαστε καταδικασμένα…;
- Αν συμφωνώ, λέει; Υπερσυμφωνώ!
- Και δεν είναι μόνο η έλλειψη του νερού και του φαγιού! Είναι και η έλλειψη στέγης! Θυμάσαι τι φωλιές φτιάχναμε στα κεραμίδια των σπιτιών; Τι άνεση, τι νοικοκυροσύνη! Τώρα πού να φωλιάσεις; Εάν σου πω ότι στο δέντρο, που είναι εδώ πιο κάτω, στην αυλή του σχολείου, μαζευόμαστε χίλια άτομα κάθε νύχτα, θα το πιστέψεις; Ο ένας απάνω στον άλλο δηλαδή! Και ύπνος είν’ αυτό ή μαρτύριο, να γαντζώνεσαι σ’ ένα κλαδί και με βροχή, με παγωνιά, με αέρα να προσπαθείς να κοιμηθείς μια στάλα, γιατί πρέπει να κοιμηθείς. Εσύ πού μένεις;
- Κι εγώ σε δέντρο μένω, αλλά μακριά από δω! Όμως κι εκεί το ίδιο χάλι έχουμε, συνωστισμοί, φασαρία μαλλιοτράβηγμα…
- Αυτό λοιπόν εγώ δεν μπορώ να το χωνέψω, το ότι αυτοί οι φονιάδες οι άνθρωποι μάς έχουν καταδικάσει με το έτσι θέλω… Μπετόν, ξεραΐλα, μόλυνση, καυσαέρια… Αυτό πού το πας, για ν’ αναπνεύσεις λίγο καθαρό αέρα, πρέπει να πετάξεις στα ουράνια…! Αν μπορούσα να πιάσω έναν και να του πω «για στάσου, βρε άνθρωπε, αναλογίστηκες ποτέ σου ότι πρέπει να ζήσουμε κι εμείς οι άλλοι; Ποιος σου είπε ότι ο κόσμος είναι κατάδικός σου και δεν έχεις να δώσεις λογαριασμό σε κανένα»;
- Νομίζω πως θα ‘χανες τα λόγια σου, η δικαιοσύνη τους δεν πάει τόσο μακρυά…
- Δίκιο έχεις, όμως δεν είναι πια ζωή αυτή…
- Δε μου λες, σκέφτηκες ποτέ να τρυπώσεις σε κανένα κλουβί; Φαΐ εξασφαλισμένο, νεράκι, χορταράκι απ’ το μανάβη, στέγη ασφαλής! Είναι σκλαβιά, βέβαια, αλλά μήπως είναι ο σύγχρονος τρόπος ζωής;
- Σε κλουβί εγώ; Ε, όχι! Δε φτάνει που οι άνθρωποι μου στερήσανε φωλιά, οικογένεια, φαΐ, νερό,, να στερηθώ και την ελευθερία μου, για να τους χαρίσω τη σκλαβιά μου;
Φτερούγισε κι έφυγε με την απόφαση να ζήσει ελεύθερο ακόμα, όσο αντέξει…

1. Διαβάζω προσεκτικά κάθε ερώτηση και υπογραμμίζω τη σωστή απάντηση (που είναι μία κάθε φορά).

Άλλοτε τα σπουργίτια έβρισκαν κάτι για να φάνε στη βεράντα εκείνο το πρωί όμως δε βρήκαν τίποτα. Τι εξήγηση έδωσαν γι’ αυτό;

α) Δε βρήκαν τίποτα, γιατί πιο πριν είχαν περάσει άλλα σπουργίτια.
β) Δε βρήκαν τίποτα, γιατί εκείνες τις μέρες οι νοικοκυραίοι έλειπαν.
γ) Δε βρήκαν τίποτα, γιατί η βεράντα εκείνο το πρωί ήταν σκουπισμένη.
δ) Δε βρήκαν τίποτα, γιατί τα βράδια οι νοικοκυραίοι έτρωγαν σε ταβέρνες.

Γιατί τα σπουργίτια έμεναν τις νύχτες στα δέντρα;
α) Γιατί ήταν καλοκαίρι και στη φωλιά τους έκανε πολλή ζέστη.
β) Γιατί προτιμούσαν να μένουν παρέα με πολλά άλλα πουλιά.
γ) Γιατί φοβούνταν μήπως ανέβει κανείς στα κεραμίδια και τα πιάσει.
δ) Γιατί δεν υπήρχαν πια σπίτια με κεραμίδια για να φωλιάσουν.

Τι μας θυμίζει το δέντρο του σχολείου τη νύχτα, έτσι όπως το περιγράφουν τα σπουργίτια;
α) Τη ζωή στο καταπράσινο δάσος.
β) Τα γυμνά δέντρα το φθινόπωρο.
γ) Ένα όμορφο, άνετο σπιτάκι.
δ) Τη ζωή σε μια πολυκατοικία.

2. Διαβάζω προσεχτικά την ερώτηση κι απαντώ με δικά μου λόγια:
Τι θα έλεγε το σπουργίτι σ’ έναν άνθρωπο, αν μπορούσε να του μιλήσει.
_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________

_______________________________________________________________